- ανταπαίτηση
- η1. προβολή απαίτησης έναντι άλλης2. ανταγωγή, συμψηφισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαιτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγελο Βλάχο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανταπαίτηση — η το να προβάλλει κανείς απαίτηση δική του σε απαίτηση άλλου: Στην απαίτηση των εργατών για μείωση του ωραρίου οι εργοδότες πρόβαλαν την ανταπαίτηση για διατήρηση του ρυθμού παραγωγής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανταπαιτητής — ο εκείνος που εγείρει ανταπαίτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαιτώ. Η λ. στον πληθ. (ανταπαιτηταί, οι) μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek